- ὀκτάδραχμος
- ὀκτά-δραχμος, ον,A worth eight drachmae, Epigr. ap. Dioph.5.30.2 privileged to pay only eight drachmae as poll-tax, Sammelb. 7440.6,32 (ii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οκτάδραχμος — ὀκτάδραχμος, ον (Α) 1. αυτός που έχει βάρος ίσο με οκτώ δραχμές ή αυτός που αξίζει οκτώ δραχμές 2. αυτός που έχει το προνόμιο να πληρώνει μόνο οκτώ δραχμές ως κεφαλικό φόρο 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀκτάδραχμος φόρος οκτώ δραχμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα… … Dictionary of Greek
ὀκτάδραχμον — ὀκτάδραχμος worth eight drachmae masc/fem acc sg ὀκτάδραχμος worth eight drachmae neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκταδράχμους — ὀκτάδραχμος worth eight drachmae masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκταδράχμων — ὀκτάδραχμος worth eight drachmae masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οκτώ — και οχτώ, οι, τα (ΑΜ ὀκτώ, Α και βοιωτ. τ. ὀκτό και ηρακλεωτικός τ. hοκτώ και ηλειακός τ. ὀπτώ, οἱ, αἱ, τὰ) άκλ. απόλυτο αριθμητικό το οποίο εκφράζει την έννοια τής ποσότητας η οποία είναι κατά μία λιγότερη τών εννέα και κατά μία περισσότερη τών… … Dictionary of Greek